- θεσσαλικός
- -ή, -ό (ΑΜ θεσσαλικός, -ή, -όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα»)αρχ.φρ.1. «θεσσαλικὸν ἔδος» — είδος καθίσματος ή ανακλίντρου2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή «θεσσαλικὰ δεῑπνα» — δείπνα με παροιμιώδη αφθονία για λαίμαργους.επίρρ...θεσσαλικώς και -ά (Α θεσσαλικῶς και θετταλικῶς)κατά τρόπο θεσσαλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλία ή Θεσσαλός].
Dictionary of Greek. 2013.